απαγκιάζω

απαγκιάζω
-άγκιασα
1. μτβ., προφυλάγω κάτι από τον αέρα: Το διπλανό σπίτι είναι ψηλότερο κι απαγκιάζει το δικό μας.
2. αμτβ., είμαι προφυλαγμένος από τον αέρα: Ας κάτσουμε εδώ που απαγκιάζει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απαγκιάζω — απαγκιάζω, απάγκιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απαγκιάζω — 1. καταφεύγω σε απάνεμο μέρος 2. βρίσκω άσυλο, προστασία 3. απρόσ. «εδώ απαγκιάζει» είναι απάνεμα, είναι μέρος προφυλαγμένο από τον άνεμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”